γαβάθα (η):
|
βαθουλωτό ξύλινο ή πήλινο πιάτο
|
γαλάριος (ο):
|
γαλακτοφόρος, παραγωγικός
|
γάνα (η):
|
βρώμα, καπνιά
|
γανώνου (ρ.):
|
κασσιτερώνω, στιλβώνω με καλάι τα χαλκώματα, μαυρίζω κάτι με κάρβουνο, με γάνα
|
γαραφένιος (ο):
|
πεντακάθαρος και όμορφος
|
γαρδαβίτσα (η):
|
μικρό εξόγκωμα στο χέρι
|
γάστρα (η):
|
είδος μεταλλικού φούρνου σε σχήμα κοίλου ημισφαίριου
|
γατσιάζου (ρ.):
|
μαζεύομαι από το κρύο και μου σηκώνεται η τρίχα
|
γατσούν' (το):
|
γατάκι
|
γέν'μα (το):
|
αγροτική σοδειά
|
γερεύου (ρ.):
|
μου περνάει η αρρώστια, γίνομαι γερός
|
γεροκόμ’ (το):
|
καταβεβλημένος γέρος
|
γιαλάου (ρ.):
|
γελάω, εξαπατώ κάποιον
|
γιατάκ»(το):
|
κρεβάτι, χώρος για ανάπαυση
|
γίδ’ (το):
|
άνθρωπος ακοινώνητος
|
γιδοξούρ’ (το):
|
εργαλείο για τον καθαρισμό των ζώων, κακάσχημος άνθρωπος
|
γιόμα (το):
|
η ώρα του γεύματος, μεσημέρι
|
γιομόζω (ρ):
|
γεμίζω
|
γιούκος (ο):
|
διπλωμένα κλινοσκεπάσματα τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο
|
γιούργια (επίρ.):
|
επίθεση
|
γκ’σός (ο):
|
κισσός
|
γκαβός (ο):
|
τυφλός
|
γκαϊδός (ο):
|
αλλήθωρος
|
γκαϊδοτ’ράου (ρ.):
|
κοιτάζω αλλήθωρα
|
γκανιάζου (ρ.):
|
κλαίω ασταμάτητα μέχρι που μου κόβεται η αναπνοή
|
γκέσος (ο):
|
τράγος με κοκκινωπή απόχρωση
|
γκισέμ' (το):
|
κριάρι που ηγείται του κοπαδιού
|
γκόλφ' (το):
|
φυλαχτό
|
γκουρτσιά (η):
|
άγρια αχλαδιά
|
γκουσομανάου (ρ.):
|
ανασαίνω γρήγορα από την πολλή προσπάθεια
|
γλαβανή (η):
|
καταπακτή
|
γλέπου (ρ.):
|
βλέπω
|
γλίνα (η):
|
λάσπη από χώμα αργιλώδες που κολλάει
|
γνέμα (το):
|
νήμα
|
γόνα (το):
|
γόνατο
|
γούλ’ (η):
|
στόμιο της μπουκάλας
|
γουμάρ’ (το):
|
γαϊδούρι
|
γούπατο (το):
|
βαθούλωμα
|
γουρμάζου (ρ.):
|
ωριμάζω
|
γουρνομυτιάζου (ρ.):
|
βάζω κάποιον κάτω μέχρι να ακουμπήσει η μύτη του στο χώμα
|
γουρνουτσάρ’χα (τα):
|
τσαρούχια από δέρμα χοίρου
|
γούτσ’ (το):
|
το κουκουνάρι του καλαμποκιού
|
γράβος (ο):
|
φυλλοβόλο δέντρο με ίσιες, γερές , λεπτές και μακριές βέργες, κατάλληλες για γκλίτσες και ράβδες καρυδιών
|
γραδώνου (ρ.):
|
μπαίνω κάπου και δεν μπορώ να βγω
|
γραίνου (ρ.):
|
ξεμπλέκω το πλυμένο μαλλί των προβάτων και το κάνω αφράτο
|
γρέκ' (το):
|
καλύβα βοσκού
|
γρέντζιλου (το):
|
σταφύλι με μικρές και λίγες ρώγες
|
γρεντιά (η):
|
δοκάρι στέγης σπιτιού
|
γρίβας (ο):
|
άλογο με γκρίζο τρίχωμα
|
γρούδα (η):
|
κουβάρι από νήμα, πράγμα μαζεμένο, πολύ τσαλακωμένο ρούχο
|
γρουμπούλ’(το):
|
στρογγυλό εξόγκωμα του δέρματος, στρογγυλό κομμάτι λάσπης, ζύμης κ.λ.π.
|
γυαλ’κά (τα):
|
γυάλινα σκεύη του σπιτιού
|
γυνί (το):
|
υνί, η σιδερένια μύτη του αλετριού
|
γυροβουλιά (η):
|
στροφή στο χορό, πέρασμα από τα σπίτια για ευχές
|
γύφτος (ο):
|
σιδηρουργός, οργανοπαίχτης, μελαψός, μικροπρεπής
|
γωνιά (η):
|
τζάκι, ορθογώνιο μεταλλικό τρίγωνο των ξυλουργών και των κτιστών
|
γωνολίθια (τα):
|
στενόμακρες πέτρες που περικλείουν το τζάκι, για να μη βγαίνουν οι στάχτες και τα κάρβουνα έξω απ’ αυτό
|