Ζ

 

Ζ΄λάπ' (το):  άγριο ζώο
ζεύκ' (το):  καλοπέραση
ζ’γός (ο):  ζυγός
ζεύλα (η):  καμπύλο εξάρτημα του ζυγού που μπαίνει στο λαιμό του ζώου
ζ’γώνου (ρ.):  πλησιάζω
ζεύου (ρ.):  βρωμάω πολύ
ζάβα (η):  πόρπη που κουμπώνουν τα ρούχα
ζιαβζέκ’ (το):  ανάποδος, δύστροπος
ζαβός (ο):  ανάποδος, άνθρωπος με κακά χούια
ζικατάου (ρ.):  ενοχλώ
ζαγάρ’ (το):  κυνεγητικό σκυλί, πονηρός άνθρωπος
ζιμπερέκ' (το):  σύρτης πόρτας
ζαγκανιέμαι (ρ.):  κουνιέμαι ασταμάτητα
ζιουβγάρια (τα):  ζευγάρια
ζαλ’κώνομαι (ρ.):  φορτώνομαι, δένω με τριχιά φορτίο στους ώμους μου
ζ'μπάου (ρ.):  σπρώχνω, πιέζω
ζαντζεύου (ρ.):  αγριεύω, αφηνιάζω
ζούδ’ (το):  ζωύφιο
ζάπ’ ή ζάφτ’ (άκλ.):  το να καταφέρεις κάτι
ζούρα (η):  κατακάθι του λαδιού
ζάρκος (ο):  γυμνός
ζύ’ι (το):  βαρίδι της ζυγαριάς
ζβαρνιέμαι (ρ.):  σέρνομαι
ζωντανό (το):  ζώο, αγροίκος άνθρωπος
ζερβά (επίρ.):  αριστερά
ζώστρα (η):  λουρί που περνάει κάτω από την κοιλιά του ζώου και δένει το σαμάρι
No votes yet