Κανάλι YouTube

Είσοδος

Π

 

π’κάρ’ (το):  ακατέργαστο μαλλί από το κούρεμα ενός προβάτου
π’λακίδα (η):  μικρή κότα που γεννάει για πρώτη φορά
π’λί (το):  πουλί
π’στρώνομαι (ρ.):  πλακώνω το κλινοσκέπασμα ή το φόρεμα με το σώμα μου για να μη φεύγει
π’τακώνου (ρ.):  πλακώνω κάτι και τα πιέζω ώσπου να γίνει πίτα
π’τάρι (το):  κερί που λιώνει μέσα σε ταψί και όταν στερεοποιηθεί παίρνει το σχήμα του
π’τσαράς (ο):  λεβέντης, γενναίος
π’τσαρίνα (η):  αντρογυναίκα
πααίνου (ρ.):  πηγαίνω
παίνια (η):  έπαινος
παλάντζα (η):  ζυγαριά
παλάντζας (ο.):  άστατος, αυτός που δεν κρατά το λόγο του
παλιοκόπρ’ (το):  παλιά χωνευμένη κοπριά
παλιορούτ' (το):  παλιό σκισμένο ρούχο
παλιορούτ’ (το):  κουρέλι
πανουπρίκ’ (το):  επιπλέον προίκα που ζητάνε μερικοί γαμπροί
πανουσάκ’ (το):  σακί πάνω σε άλλο σακί, συμπληρωματικό φόρτωμα
πάντα (η):  άκρη, πλευρά, εργόχειρο
παντέχου (ρ.):  έχω απαντοχή, περιμένω
πάντοιος (επίθ.):  τέτοιου είδους άνθρωπος
παπ’τσάς (ο):  τσαγκάρης
παπάρα (η):  μπαγιάτικο ψωμί μέσα σε βρασμένο νερό
παπαρδέλας (ο):  σαχλαμάρας, φλύαρος
παραβόλα (η):  χέρσο κομμάτι στην άκρη σπαρμένου χωραφιού που λειτουργούσε ως βοσκότοπος
παραγκώμ’ (το):  παρατσούκλι
παραγκωμιάζου (ρ.):  μιμούμαι περιπαικτικά κάποιον
παραγών’ (το):  χώρος γύρω από το τζάκι
παραδοδ’λειά (η):  ακριβοπληρωμένη μικροδουλειά
παραδώθε (επίρ.):  πιο κοντά
παρακατούλια (επίρ.):  λίγο πιο κάτω
παρακούμπαρος (ο):  βοηθός του κουμπάρου
παραμάσκαλα (επίρ.):  κάτω από τη μασχάλη
παραπανούλια (επίρ.):  λίγο πιο πάνω
παρασάνταλος (επίθ.):  άσχημος, αυτός που δεν κινείται καλά
παρέκεια (επίρ.):  πιο πέρα
παρεκούλια (επίρ.):  λίγο πιο πέρα
παρμάρα (η):  πόνος στα πόδια, παράλυση
πασμάς (ο):  σύκα ξεραμένα, ψιλοκομμένα και ζυμωμένα σε σχήμα μικρού πρόσφορου
πασπάλα (η):  σκόνη από αλεύρι ή στάχτη, στρώσιμο χιονιού
παταγούδ’ (το):  πολύ κρύο
πατατούκα (η):  κοντό και χοντρό παλτό
πατσιακλός ή πατσιαλός (επίθ.):  ασταθής στο βάδισμα
πάφλας (ο):  τσίγκος και τσίγκινα δοχεία
πεδίκλωμα (το):  μπέρδεμα ποδιών
πεδιλόγα (η):  κουβάρι από νήμα που τυλίγεται γύρω από το χέρι
πεζούλ’ (το):  χαμηλός τοίχος που συγκρατεί το χώμα επικλινούς χωραφιού
περδίκ’ (το):  μικρό της πέρδικας, άρρωστος που έγινε καλά
πέτ’ρο (το):  χειροποίητο φύλλο πίτας
πέταυρο (το):  μακριά σανίδα της στέγης
πέτρα (τα):  φύλλα για πίτα
πιανούμενος (επίθ.):  αρκετά μεγάλος
πίγκωμα (το):  μεγάλη πίεση, στεναχώρια
πιγκώνου (ρ.):  πιέζω κάποιον πολύ
πικάρου (ρ.):  θέλω να εκδικηθώ
πιλικούδ’ (το):  κομμάτι ξύλου που προήλθε από πελέκημα
πιρονιάζου (ρ.):  διαπερνώ
πίρος (ο):  ξύλινη τάπα βαρελιού
πιτ’χιά (η):  επιτυχία
πλαϊάζου (ρ.):  γυρίζω στο πλάι, κοιμάμαι
πλατσανάου (ρ.):  χτυπώ με δύναμη τα νερά
πλισές (ο):  πτυχή υφάσματος
πλουμίδ’ (το):  στολίδι
πλοχέρ' (το):  όσο χωράει η χούφτα
ποδένου (ρ.):  φοράω τα παπούτσια
πολυσπόρια (τα):  ανάμεικτοι σπόροι δημητριακών βρασμένοι
πόντζ' (το):  βραστό τσίπουρο
ποριά (η):  πέρασμα
πουντιάζου (ρ.):  κρυώνω πολύ και αρρωσταίνω
πουσπουρίζου (ρ.):  συνομιλώ με κάποιον ψιθυριστά
πράματα (τα):  αιγοπρόβατα και αγελάδες
πράτα (τα):  πρόβατα
πρατάρ’ς (ο):  βοσκός
πρατίνα (η):  προβατίνα
πρατσάνισμα (το):  χαρακτηριστικός ήχος από κάψιμο χλωρών ξύλων
πρέκ’ (το):  στήριγμα (πέτρινο, ξύλινο ή τσιμεντένιο) που μπαίνει πάνω από την πόρτα ή το παράθυρο για να στηρίζει τον τοίχο
πρέντζα (η):  γαλακτοκομικό προϊόν
πριάκονο (το):  λίμα για σίδερα
πρίσκαλο (το):  άγουρο σύκο
πριτσιάλος (ο.):  ζευγάρωμα τράγου με κατσίκα
προγγάου (ρ.):  τρομάζω κάποιον και τον διώχνω
προσ’λιάζομαι (ρ.):  κάθομαι στον ήλιο για να ζεσταθώ
προσάγγονο (το):  δισέγγονο
προστ’λάζου (ρ.):  θηλάζω
προσφάι (το):  συνοδευτικό του ψωμιού που παλιότερα ήταν το κύριο φαγητό
προσφαϊζου (ρ.):  τρώω το ψωμί μαζί με κάτι άλλο
π'ρώνομι (ρ.):  ζεσταίνουμαι
πρωτοστάλαμα (το):  οι πρώτες στάλες του τσίπουρου
π'στρόφια (τα):  η επιστροφή των καλεσμένων την επομένη του γάμου στο σπίτι της νύφης για τη συνέχιση του γλεντιού
π'τγιά (η):  πυχτός χυμός που βρίσκεται στο στομάχι των νεογνών μηρυκαστικών
πυρομάδα (η):  φέτα ψωμιού ψημένη (πυρωμένη) στη φωτιά
πυροστιά (η):  σιδερένιος τρίποδας για το τζάκι
No votes yet

Νέα του Συλλόγου