Κανάλι YouTube

Είσοδος

Ξ

 

ξ’λιά (η):  χτύπημα με ξύλο
ξ’λόκοτα (η):  μπεκάτσα
ξάι (το):  βάρος 70 οκάδων
ξακριάζω (ρ.):  σκάβω το χωράφι μέχρι τις άκρες
ξαμώνου (ρ.):  επιτίθεμαι
ξαν’γκρίζου (ρ.):  παρακινώ
ξαραθ'μάου (ρ.):  ευχαριστιέμαι
ξαρίζου (ρ.):  σκουπίζω, σκάβω επιφανειακά
ξαστοχάου (ρ.):  ξεχνάω
ξεγιαλάου (ρ.):  εξαπατώ, κοροϊδεύω
ξεγραδώνομαι (ρ.):  ξεφεύγω από κάτι που με ακινητοποιεί
ξεζάρκωτος (επίθ.):  γυμνός
ξεθ’λυκώνου (ρ.):  ξεκουμπώνω
ξεκαμπάου (ρ.):  εμφανίζομαι στη στροφή
ξεκαπίστρωτο (επίθ.):  άλογο ή μουλάρι χωρίς χαλινάρι, άτομο χωρίς αρχές
ξεκλιτσιάζου (ρ.):  βγάζω τα πόδια ζώου
ξεκοπή (επίρ.):  χωρίς μέτρημα, κατ’ αποκοπή
ξεκουμποδιάζου (ρ.):  λύνω τον κόμπο, ξεμπλέκω
ξελακκώνου (ρ.):  ανοίγω λάκκο, σκάβω βαθιά το χωράφι
ξεμπλετσώνου (ρ.):  ξεγυμνώνω
ξεπιτούτο (επίρ.):  επίτηδες, σκόπιμα
ξεποδαριάζουμαι (ρ.):  κουράζομαι πολύ από την πεζοπορία
ξεροσφύρ’ (το):  ποτό χωρίς μεζέ
ξεροτ’χιά (η):  τοίχος χωρίς λάσπη ή τσιμέντο
ξεσιουμπέιαστος (επίρ.):  άνθρωπος χωρίς έγνοιες
ξεσκελίζου (ρ.):  ξεματιάζω
ξεσπ’ράου (ρ.):  βγάζω τους σπόρους από το στέλεχός τους
ξετσιαουλιάζομαι (ρ.):  μου φεύγει το σαγόνι (τσιαούλι) από τις φωνές
ξεφόρτωμα (το):  απαλλαγή από το μάτιασμα
ξηραγκιανός (επίθ.):  αδύνατος, αποστεωμένος
ξιγαλάου (ρ.):  αποσπώ κλαδί από τον κορμό του δέντρου
ξίκ’ (επίρ.):  αποστροφή από κάτι ενοχλητικό
ξουρέξια (τα):  ορεκτικά
ξυλοφάι (το):  ειδική λίμα για ξύλα
ξυνόγαλο (το):  αποβουτυρωμένο γάλα με υπόξινη γεύση
ξώκαρδα (επίρ.):  χωρίς ζήλο
ξώπετσα (επίρ.):  επιδερμικά, επιφανειακά
No votes yet

Νέα του Συλλόγου