Ξ
ξ’λιά (η): | χτύπημα με ξύλο |
ξ’λόκοτα (η): | μπεκάτσα |
ξάι (το): | βάρος 70 οκάδων |
ξακριάζω (ρ.): | σκάβω το χωράφι μέχρι τις άκρες |
ξαμώνου (ρ.): | επιτίθεμαι |
ξαν’γκρίζου (ρ.): | παρακινώ |
ξαραθ'μάου (ρ.): | ευχαριστιέμαι |
ξαρίζου (ρ.): | σκουπίζω, σκάβω επιφανειακά |
ξαστοχάου (ρ.): | ξεχνάω |
ξεγιαλάου (ρ.): | εξαπατώ, κοροϊδεύω |
ξεγραδώνομαι (ρ.): | ξεφεύγω από κάτι που με ακινητοποιεί |
ξεζάρκωτος (επίθ.): | γυμνός |
ξεθ’λυκώνου (ρ.): | ξεκουμπώνω |
ξεκαμπάου (ρ.): | εμφανίζομαι στη στροφή |
ξεκαπίστρωτο (επίθ.): | άλογο ή μουλάρι χωρίς χαλινάρι, άτομο χωρίς αρχές |
ξεκλιτσιάζου (ρ.): | βγάζω τα πόδια ζώου |
ξεκοπή (επίρ.): | χωρίς μέτρημα, κατ’ αποκοπή |
ξεκουμποδιάζου (ρ.): | λύνω τον κόμπο, ξεμπλέκω |
ξελακκώνου (ρ.): | ανοίγω λάκκο, σκάβω βαθιά το χωράφι |
ξεμπλετσώνου (ρ.): | ξεγυμνώνω |
ξεπιτούτο (επίρ.): | επίτηδες, σκόπιμα |
ξεποδαριάζουμαι (ρ.): | κουράζομαι πολύ από την πεζοπορία |
ξεροσφύρ’ (το): | ποτό χωρίς μεζέ |
ξεροτ’χιά (η): | τοίχος χωρίς λάσπη ή τσιμέντο |
ξεσιουμπέιαστος (επίρ.): | άνθρωπος χωρίς έγνοιες |
ξεσκελίζου (ρ.): | ξεματιάζω |
ξεσπ’ράου (ρ.): | βγάζω τους σπόρους από το στέλεχός τους |
ξετσιαουλιάζομαι (ρ.): | μου φεύγει το σαγόνι (τσιαούλι) από τις φωνές |
ξεφόρτωμα (το): | απαλλαγή από το μάτιασμα |
ξηραγκιανός (επίθ.): | αδύνατος, αποστεωμένος |
ξιγαλάου (ρ.): | αποσπώ κλαδί από τον κορμό του δέντρου |
ξίκ’ (επίρ.): | αποστροφή από κάτι ενοχλητικό |
ξουρέξια (τα): | ορεκτικά |
ξυλοφάι (το): | ειδική λίμα για ξύλα |
ξυνόγαλο (το): | αποβουτυρωμένο γάλα με υπόξινη γεύση |
ξώκαρδα (επίρ.): | χωρίς ζήλο |
ξώπετσα (επίρ.): | επιδερμικά, επιφανειακά |