Θ
θ’κάρ’ (το): | θήκη του μαχαιριού |
θ’μιάμα (το): | λιβάνι |
θαραπαύομαι (ρ.): | ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι |
θειάκου (η): | θεία |
θέρμ' (η): | πυρετός |
θηλ’κώνου (ρ.): | κουμπώνω |
θημωνιά (η): | πολλά δεμάτια σιτηρών ή χόρτων το ένα πάνω στο άλλο |
θηρίος (επίθ.): | πολύ μεγάλος τεράστιος |
θιαμαίνου (ρ.): | θαυμάζω |
θιάτρου (το): | θέαμα, ντροπή |
θρασίμ’ (το): | ψοφίμι, θρασύδειλος άνθρωπος |
θράψ΄ (η): | μεγάλη καταστροφή |
θυμητ’κό (το): | μνήμη |
θύμωμα (το): | πρήξιμο πληγής, ερεθισμός |