Ι
ίδ’σμα (το): | φαγώσιμο, χρήσιμο πράγμα |
ιδιάζου (ρ.): | περνώ τα νήματα για ύφανση |
ιδιάστρα (η): | σανίδα με πολλές τρύπες από τις οποίες οι υφάντρες περνούν τα νήματα της ύφανσης για να μην μπλέκονται |
ιδ’σμα (το): | φαγώσιμο, χρήσιμο πράγμα |
ινάτ' (το): | πείσμα |
ίσκνα (η): | παράσιτο δέντρου που χρησίμευε σαν φυτίλι στο τσακμάκι του καπνιστή |
ιτς κρίσ': | καμία απάντηση |
ίσκνα (η): | παράσιτο δέντρου που χρησίμευε σαν φυτίλι στο τσακμάκι του καπνιστή |